- λαμαϊσμός
- Μορφή του βουδισμού Μαχαγιάνα στο Θιβέτ και στη Μογγολία, διαμορφωμένη υπό την επίδραση τοπικών σαμανικών και μπον-πο παραδόσεων. Ο βουδισμός εισήχθη στο Θιβέτ τον 7o αι. από τον βασιλιά Σρον-τσαν Γκαμπό· παρά την εχθρότητα του ιθαγενούς κλήρου μπον-πο επικράτησε κυρίως χάρη στις προσπάθειες του ταντρικού διδασκάλου Πάντμα Σαμπάβα (8ος αι.), τον οποίο η παράδοση θεωρεί ιδρυτή του λ. Μετά τις διώξεις εναντίον του βουδισμού, τις οποίες ξεκίνησε ο βασιλιάς Γκλαν Ντάρμα τον 9o αι., παρατηρήθηκε, γύρω στο έτος 1000, νέα αφύπνιση κυρίως με τη δράση του Θιβετιανού ασκητή Ριν Τσ’εν Λοζάν-πο (958-1055) και του μοναχού Ατίσα, οι οποίοι μεταφύτευσαν στο Θιβέτ τις μυστικιστικές, καλλιτεχνικές και πολιτιστικές παραδόσεις του ινδικού βουδισμού, που είχε αρχίσει να παρακμάζει. Από δογματική άποψη, ο λ. ανήκει στη βουδιστική αίρεση του Μεγάλου Οχήματος (Μαχαγιάνα), με μια ιδιαίτερη όμως ερμηνεία. Πράγματι, ενώ παραδέχεται τη θεωρία της μη ύπαρξης ουσίας σε όλα τα πράγματα, απορρίπτει τη φιλοσοφική έρευνα και ακολουθεί τον μυστικισμό. Στο κέντρο του λαμαϊκού πάνθεου υπάρχουν οι πέντε Βούδες, πέντε εκδηλώσεις οι οποίες όμως δεν έχουν τίποτα το κοινό με τον ιστορικό Βούδα. Μεγάλο σεβασμό απολαμβάνουν και οι βοδισάτβα, από τους οποίους ο πιο δημοφιλής είναι ο Αβαλοκιτεσβάρα (το προσωποποιημένο έλεος, που ενσαρκώνεται στον Δαλάι Λάμα). Πολύ γρήγορα η θρησκεία αυτή θριάμβευσε οριστικά στη χώρα, διασπάστηκε όμως σε διάφορες αιρέσεις. Ανάμεσα σε αυτές είναι και η λεγόμενη θρησκεία κόκκινοι σκούφοι, που διατήρησε για μακρό διάστημα την πολιτική εξουσία στο Θιβέτ, λόγω της υποστήριξης του Μογγόλου αυτοκράτορα Κουμπλάι Χαν· άλλες αιρέσεις ήταν εκείνη των Αρχαίων, οπαδών της μαγικής διδασκαλίας του Πάντμα Σαμπάβα και των Μπκαργκιούντ πα, με βάση τη γιόγκα. Όλες αυτές όμως έχουν διαφοροποιηθεί από τις ποικίλες ταντρικές κατευθύνσεις που ακολουθούσε η καθεμία και συχνά ασκούσαν τη μαγεία και τη μαντική της αρχαίας θρησκείας μπον-πο. Από την ανάγκη ενοποίησης και αποκατάστασης της διδασκαλίας του βουδισμού γεννήθηκε η αίρεση των Τζε λουνγκς πας (= εκείνοι που ακολουθούν την αρετή), πιο γνωστών με την ονομασία κίτρινοι σκούφοι, που ίδρυσε ο μεγάλος μεταρρυθμιστής Τσον-κ’α-πα (1357-1419), ο οποίος έδωσε ώθηση στις πιο πνευματικές διαστάσεις του βουδισμού, περιόρισε την άσκηση της μαγείας και έδωσε στον λ. μια πιο στενά ιεραρχική δομή. Η ισχυρή μοναστική οργάνωση επέτρεψε στους κίτρινους σκούφους να κυριαρχήσουν σε όλο το Θιβέτ, κατακτώντας πρώτα την πνευματική εξουσία και ύστερα την πολιτική, την οποία διατήρησε έως το 1951 ο Δαλάι Λάμα της Λάσα. Από τον 16o αι. και μετά, ο λ., προστατευόμενος από τους Μογγόλους αυτοκράτορες, διαδόθηκε χωρίς μεγάλες αντιδράσεις στη Μογγολία, όπου ιδρύθηκαν μοναστήρια τα οποία διευθύνονταν από μια ιεραρχία που είχε προέλθει από τη θιβετιανή. Κέντρο τους ήταν η Ουλάν Μπατόρ, όπου διέμενε ο χουτουκτού, τον οποίο θεωρούσαν ενσάρκωση του Βούδα Μαϊτρέγια, κύριου του μελλοντικού ανθρώπινου κύκλου.
Η λατρεία περιλαμβάνει πολυάριθμες τελετουργίες, ασκούμενες από τον κλήρο. Χαρακτηριστικό της λατρείας είναι το κορ-λο, ο μύλος των προσευχών, που αποτελείται από έναν κύλινδρο, στερεωμένο σε έναν άξονα, στον οποίο είναι γραμμένα τα κείμενα των προσευχών. Ο κύλινδρος τίθεται σε κίνηση με το χέρι ή με τροχό που κινείται με τον αέρα ή με το νερό· κάθε στροφή του αντιπροσωπεύει την απαγγελία μιας προσευχής. Ο λ. γνώρισε περίοδο μεγάλης οπισθοχώρησης, ιδίως εξαιτίας του κινεζικού κομουνισμού, που τον στέρησε από κάθε επιρροή και έκλεισε πολλά μοναστήρια, πρώτα στη Μογγολία και ύστερα σε άλλες περιοχές της Κίνας και τελευταία μέσα στο ίδιο το λίκνο του λ., στο Θιβέτ. Τα τελευταία χρόνια, όμως, υπάρχει μια διεθνής κινητοποίηση γύρω από το πρόσωπο του εκτοπισμένου Δαλάι Λάμα με διεθνείς διαδηλώσεις υπέρ της θρησκευτικής ελευθερίας στο Θιβέτ από πολυάριθμους πιστούς του λ. σε όλο τον κόσμο. Βλ. λ. Δαλάι Λάμα.
Ο λαμαϊσμός διαδόθηκε περισσότερο στο Θιβέτ, όπου η αίρεση των «κίτρινων σκούφων» κατόρθωσε να διατηρήσει την πολιτική εξουσία επί αιώνες. Οι λάμα για την προσευχή τους χρησιμοποιούν το «κορ-λο», ένα είδος «μύλου προσευχών», που γυρίζει με το χέρι ή με μία ρόδα, η οποία κινείται με τη δύναμη του αέρα ή του νερού.
Ο πνευματικός ηγέτης του λαμαϊσμού Δαλάι Λάμα (φωτ. ΑΠΕ).
* * *οεσφαλμένη ονομασία τού θιβετιανού βουδισμού, που αποτελεί παραλλαγή τού βουδισμού μαχαγιάνα και που, με τη σημερινή μορφή του, διαδόθηκε μεταξύ τών Θιβετανών, τών Μογγόλων, τών Καλμούχων και τών Τουβίνων από τον Ατίζα, ο οποίος απλοποίησε τη λατρεία και εισήγαγε στο Θιβέτ ένα θεοκρατικό μοναχικό σύστημα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. lamaϊsme < lama: λάμα (ΙΙ) + κατάλ. -isme. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Αναστάσιο Πολυζωίδη].
Dictionary of Greek. 2013.